- ἀναδάκνω
- ἀναδάκνω,A stimulate, of salt applied to roots, Thphr.CP3.17.4;
ἀ. τὴν κατάποσιν Xenocr.25
: generally, irritate, Ruf. ap. Orib.8.39.3, Hippiatr.33;α'. σφοδρῶς Dsc.5.136
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀ. τὴν κατάποσιν Xenocr.25
: generally, irritate, Ruf. ap. Orib.8.39.3, Hippiatr.33;α'. σφοδρῶς Dsc.5.136
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αναδάκνω — ἀναδάκνω (Α) 1. δαγκάνω πάλι ή απλώς δαγκάνω 2. εξοργίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + δάκνω. ΠΑΡ. αρχ. ἀνάδηγμα] … Dictionary of Greek
ανάδηγμα — ἀνάδηγμα, το (Α) [ἀναδάκνω] δάγκωμα, τσίμπημα … Dictionary of Greek
δάκνω — (AM) 1. δαγκώνω, πληγώνω με τα δόντια 2. κεντώ, ερεθίζω 3. (για τον νου, το πνεύμα ή την καρδιά) λυπώ, στενοχωρώ («δάκε δὲ φρένας Ἕκτορι μύθος» ο λόγος στενοχώρησε τον Έκτορα) μσν. διαπερνώ, διατρυπώ αρχ. 1. σφίγγω απλώς ή κρατώ κάτι με τα δόντια … Dictionary of Greek